ανάζερβος

ανάζερβος
-η, -ο
1. ζερβός, αριστερός, ανάποδος, ανάστροφος
2. (για τόπους) δυσκολοδιάβατος, απάτητος
3. (για πρόσωπα) δύστροπος, δύσκολος, ανάποδος
4. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η ανάζερβη
το χτύπημα, χαστούκι που δίνει κανείς με την έξω επιφάνεια τού χεριού ή με το αριστερό χέρι, η ανάποδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + ζερβός, με ετυμολ. επίδραση τών ανάποδος, ανάστροφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάζερβος — η, ο 1. αριστερόχειρας: Του έδωσε μια ανάζερβη. 2. δύσκολος, δυσκολοδιάβατος: Ο τόπος εδώ είναι ανάζερβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόζερβος — η, ο Ι. 1. ανάζερβος, ζερβός, αριστερόχειρας 2. αδέξιος, ανεπιτήδειος 3. (για τόπο) δύσβατος («κι όλο τ απόσκια περπατεί, τ απόζερβα αγναντεύει») II. επίρρ. απόζερβα α) από τ αριστερό πλευρό β) αδέξια, δύσκολα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”